- ὁρατίζω
- ὁρ-ᾱτίζω,A keep in view, aim at,
οἰκείου σκοποῦ Sever.Clyst.p.13
D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἰκείου σκοποῦ Sever.Clyst.p.13
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορατίζω — ὁρατίζω (Α) προσβλέπω, επιδιώκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρατός / ὁρατής] … Dictionary of Greek
ὁρατίζομεν — ὁρατίζω keep in view pres ind act 1st pl ὁρατίζω keep in view imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)